- ατρυφητος
- ἀτρύφητοςἀ-τρύφητος2не проводимый в неге, чуждый роскоши
(βίος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(βίος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ατρύφητος — ἀτρύφητος, ον (Α) αυτός που δεν είναι έκδοτος στην τρυφή και τη μαλθακότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τρυφώ ( άω) < τρυφή «απαλότητα, μαλθακότητα»] … Dictionary of Greek